Μαργαρίτα Θεοδωράκη: «Νιώθω ότι είμαι άφυλη, δεν μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει έρωτας πια»
Η κόρη του μουσικοσυνθέτη μίλησε για την αγάπη, αλλά και την οικονομική εξασφάλιση που έχει από το έργο του πατέρα της που δεν είναι αρκετή.
Η Μαργαρίτα Θεοδωράκη έκανε μια ενδιαφέρουσα κουβέντα με την Αθηναΐδα Νέγκα στο «Καλύτερα Αργά» του Action 24. Η κόρη του Μίκη Θεοδωράκη μίλησε για τον εκρηκτικό χαρακτήρα, αλλά και τη μελαγχολία του πατέρα της, για τον έρωτα που είναι ένα κεφάλαιο που έχει κλείσει για την ίδια, αλλά και για τις οικονομικές ανάγκες που έχει και την αναγκάζουν να συνεχίσει να εργάζεται. «Από τον μπαμπά μου έχω κληρονομήσει τον ενθουσιασμό του. Ήταν πολύ αισιόδοξος άνθρωπος και πολύ καταθλιπτικός. Έτσι ήταν ο πατέρας μου. Αυτός ο εκρηκτικός, μεγάλος, ψηλός. Φώναζε, τραγούδαγε.
Από την άλλη ήταν και πολύ μοναχικός, αλλιώς πώς θα έγραφε τη μουσική και τα κείμενα. Αλλά είχε και τα πολύ κάτω του. Είχε μια τάση, να το πω, πολλές φορές και τάση αυτοκτονίας. Εγώ με μια άλλη ιστορία. Εγώ είχα μια τάση αυτοκτονίας για πολλά χρόνια. Τα τελευταία 20 χρόνια ανήκει στο παρελθόν. Νομίζω ότι υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων που είναι αυτοκτονικοί. Το ξεπέρασα γιατί ωρίμασα. Η τάση αυτοκτονίας είναι κάτι εσωτερικό που θέλει ψυχανάλυση, αλλά το ξεπέρναγα. Θα πούνε ότι έφταιγαν οι γονείς μου, έφταιγε το περιβάλλον. Δεν φταίει τίποτα. Είναι ένας διάλογος που έχεις με τον εαυτό σου. Οι αδύναμοι είναι ευάλωτοι, οι έξυπνοι τα καταφέρνουν. Υπάρχουν όμως τόσοι αδύναμοι στη γη που θέλουν υποστήριξη».
Ο έρωτας
«Πέρασα την περίοδο του έρωτα που έχουν οι άνθρωποι μέχρι τα 50, ας πούμε. Τα έζησα όλα, σαν κάθε άνθρωπος. Ήμουν και εκρηκτική και χαρούμενη και ευτυχισμένη. Ο έρωτας κατέληγε πάντα σε δυστυχία. Πάντα έτσι καταλήγει. Οι σχέσεις μου ήταν πάντα μεγάλοι έρωτες και μεγάλος πόνος στο τέλος. Εγώ τώρα στην ηλικία που βρίσκομαι νιώθω ότι είμαι άφυλη πλέον. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ήμουν έτσι. Δεν μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει έρωτας πια».
Βιοποριστικές ανάγκες
«Θα ήθελα να μην έχω τόσες έγνοιες και να μπορώ να γράφω, ή να κάνω ψηφιδωτά, να κάνω αυτά που θέλω να κάνω. Οι βιοποριστικές ανάγκες είναι αυτές που με αναγκάζουν να συνεχίζω να δουλεύω και ευτυχώς κάνω μια δουλειά που τη θέλω. Φαντάζομαι οι άνθρωποι που πάνε σε δουλειά που δεν τη θέλουν, οι υπάλληλοι… Η δουλειά είναι, ας το πούμε, και δουλεία.
Μείναμε εξασφαλισμένοι από τη δουλειά του μπαμπά, αλλά δεν είμαστε κληρονόμοι στα πνευματικά δικαιώματα, είμαστε κληροδόχοι, που σημαίνει ότι εισπράττουμε. Να είναι καλά ο μπαμπάς. Παρόλα αυτά χρειάζεται να εργάζομαι για να ζήσω. Μεγάλες ανάγκες, πολλά τα σκυλιά, τα γατιά, τα παιδιά, τα εγγόνια. Θέλω να τις έχω χωρίς να έχω την ανάγκη των χρημάτων».